συγκοινωνιολόγος

συγκοινωνιολόγος
ο, η, Ν
επιστήμονας με ειδικές γνώσεις για τη συγκοινωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκοινωνία + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”